Η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του, των γονέων ή των τέκνων του ή μέσω του Εισαγγελέως. Οι γονείς του πάσχοντος νομιμοποιούνται να υποβάλλουν αίτηση για δικαστική συμπαράσταση στις ίδιες περιπτώσεις, όπως ή σύζυγός του. Καθένας από τους γονείς έχει αυτοτελές δικαίωμα και αν ακόμη δεν ασκεί ή δεν έχει τη γονική μέριμνα, γιατί η νομιμοποίηση αυτή των γονέων δεν βασίζεται στη γονική μέριμνα. Η εξεταζόμενη αίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Αρμόδιο δικαστήριο για τη θέση του πάσχοντος σε δικαστική συμπαράσταση είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο. Αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο είναι το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του πάσχοντος.
Το δικαστήριο επικοινωνεί με αυτόν τον οποίο αφορά το μέτρο, ώστε να σχηματίσει άμεση αντίληψη για την κατάστασή του. Επίσης το δικαστήριο συνεκτιμά την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας σχετικά με την αναγκαιότητα του μέτρου και την καταλληλότητα του προσώπου που πρόκειται να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης. Το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει στο δικαστικό συμπαραστάτη εν όλω ή εν μέρει και την επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατουμένου.
Κατά την άσκηση της επιμέλειας, ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να εξασφαλίζει στον συμπαραστατούμενο τη δυνατότητα να διαμορφώνει μόνος του τις προσωπικές του σχέσεις, εφόσον του το επιτρέπει η κατάσταση του. Ο σεβασμός στην προσωπικότητα του συμπαραστατουμένου επιβάλλει την ανάθεση της επιμέλειας στον δικαστικό συμπαραστάτη μόνο σε οριακές περιπτώσεις, κατά τις οποίες είναι προφανές ότι το πρόσωπο δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του (κατά κανόνα μόνο σε περιπτώσεις στερητικής δικαστικής συμπαράστασης).
Την εποπτεία της δικαστικής συμπαράστασης για το μετά την τελεσιδικία της απόφασης χρονικό διάστημα ασκεί συμβούλιο το οποίο αποτελείται από τρία έως πέντε μέλη, τα οποία διορίζονται με την ίδια απόφαση που διορίζει τον δικαστικό συμπαραστάτη.
Η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του, των γονέων ή των τέκνων του ή μέσω του Εισαγγελέως. Οι γονείς του πάσχοντος νομιμοποιούνται να υποβάλλουν αίτηση για δικαστική συμπαράσταση στις ίδιες περιπτώσεις, όπως ή σύζυγός του. Καθένας από τους γονείς έχει αυτοτελές δικαίωμα και αν ακόμη δεν ασκεί ή δεν έχει τη γονική μέριμνα, γιατί η νομιμοποίηση αυτή των γονέων δεν βασίζεται στη γονική μέριμνα. Η εξεταζόμενη αίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Αρμόδιο δικαστήριο για τη θέση του πάσχοντος σε δικαστική συμπαράσταση είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο. Αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο είναι το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του πάσχοντος.
Το δικαστήριο επικοινωνεί με αυτόν τον οποίο αφορά το μέτρο, ώστε να σχηματίσει άμεση αντίληψη για την κατάστασή του. Επίσης το δικαστήριο συνεκτιμά την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας σχετικά με την αναγκαιότητα του μέτρου και την καταλληλότητα του προσώπου που πρόκειται να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης. Το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει στο δικαστικό συμπαραστάτη εν όλω ή εν μέρει και την επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατουμένου.
Κατά την άσκηση της επιμέλειας, ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να εξασφαλίζει στον συμπαραστατούμενο τη δυνατότητα να διαμορφώνει μόνος του τις προσωπικές του σχέσεις, εφόσον του το επιτρέπει η κατάσταση του. Ο σεβασμός στην προσωπικότητα του συμπαραστατουμένου επιβάλλει την ανάθεση της επιμέλειας στον δικαστικό συμπαραστάτη μόνο σε οριακές περιπτώσεις, κατά τις οποίες είναι προφανές ότι το πρόσωπο δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό του (κατά κανόνα μόνο σε περιπτώσεις στερητικής δικαστικής συμπαράστασης).
Την εποπτεία της δικαστικής συμπαράστασης για το μετά την τελεσιδικία της απόφασης χρονικό διάστημα ασκεί συμβούλιο το οποίο αποτελείται από τρία έως πέντε μέλη, τα οποία διορίζονται με την ίδια απόφαση που διορίζει τον δικαστικό συμπαραστάτη.