Η λύση του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς, και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών της, ούτε καν επιφέρει βίαιη διακοπή της δίκης, διότι και μετά τη λύση της η νομική προσωπικότητα της εταιρείας λογίζεται υφιστάμενη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης. Εφεξής η εταιρεία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το Δικαστήριο. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων, αλλά ακολουθεί υποχρεωτικά και αυτοδίκαια τη λύση της εταιρείας.
Ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρείας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσας εταιρείας από τους εκκαθαριστές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι υποχρεωτικό, ούτε προκύπτει ακυρότητα, αν δεν τεθεί μετά την επωνυμία της εταιρείας η μνεία ότι τελεί υπό εκκαθάριση (ΑΠ 96/2005, ΑΠ 1427/2000). Επιπλέον, η αρχή του κλειστού αριθμού των τύπων ή μορφών νομικής προσωπικότητας έχει τη συνέπεια ότι μπορεί να γίνει ίδρυση μόνο νομικού προσώπου ορισμένου είδους. Κάμψη του κανόνα αυτού είναι η μετατροπή, δηλαδή η δικαιοπραξία με την οποία το «είδος» ή η «μορφή» νομικής προσωπικότητας ορισμένου νομικού προσώπου τροποποιείται, συνήθως από τα μέλη, χωρίς εκκαθάριση, ίδρυση ή μεταβίβαση περιουσίας αλλά σαν «συνέχιση» του ίδιου υποκειμένου δικαίου.
Πριν τη θέσπιση του Ν. 4072/2012 στη νομοθεσία του Εμπορικού Δικαίου περί εταιρειών δεν υπήρχε κατά τρόπο συστηματικό ρύθμιση περί της μετατροπής των εταιρειών. Γι’ αυτό έχει γίνει δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία ότι η μετατροπή επιτρέπεται γενικώς και εφαρμόζονται επ’ αυτής κοινοί κανόνες, ανεξαρτήτως αν υπάρχουν ή όχι ειδικές ρυθμίσεις. Μετατροπή λόγω ανάλογης εφαρμογής των υπαρχουσών διατάξεων, σε όλες τις περιπτώσεις, σημαίνει μεταβολή της νομικής μορφής της εταιρείας χωρίς εκκαθάριση και χωρίς ανάγκη μεταβιβάσεως των εταιρικών αντικειμένων και εταιρικών χρεών στην εταιρεία υπό τη νέα της μορφή.
Συνεπώς, είναι δυνατή μετατροπή (μετασχηματισμός) ομόρρυθμης εταιρείας σε ετερόρρυθμη, η μετατροπή δε αυτή από τον ένα τύπο στον άλλο, η οποία με τροποποίηση του καταστατικού και δημοσίευση του σχετικού εγγράφου κατά τα άρθρα 42-46 του ΕμπΝ, και των αναγκαίων λοιπών τροποποιήσεων (π.χ. αφαίρεση του ονόματος του ετερόρρυθμου από την επωνυμία κ.ά.), δεν επιφέρει λύση της παλαιάς και σύσταση νέας εταιρείας, αλλά συνεχίζεται η εταιρεία ως νομικό πρόσωπο με τις εντεύθεν νομικές συνέπειες, ήτοι η εταιρεία συνεχίζει τη νομική προσωπικότητα της ομόρρυθμης και συνεχίζει ως φορέας υποχρεώσεων και δικαιωμάτων της.
Η λύση του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας δεν θίγει την ικανότητά της να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς, και την ικανότητα διεξαγωγής των δικών της, ούτε καν επιφέρει βίαιη διακοπή της δίκης, διότι και μετά τη λύση της η νομική προσωπικότητα της εταιρείας λογίζεται υφιστάμενη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς το σκοπό της εκκαθάρισης. Εφεξής η εταιρεία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το Δικαστήριο. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων, αλλά ακολουθεί υποχρεωτικά και αυτοδίκαια τη λύση της εταιρείας.
Ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρείας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσας εταιρείας από τους εκκαθαριστές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι υποχρεωτικό, ούτε προκύπτει ακυρότητα, αν δεν τεθεί μετά την επωνυμία της εταιρείας η μνεία ότι τελεί υπό εκκαθάριση (ΑΠ 96/2005, ΑΠ 1427/2000). Επιπλέον, η αρχή του κλειστού αριθμού των τύπων ή μορφών νομικής προσωπικότητας έχει τη συνέπεια ότι μπορεί να γίνει ίδρυση μόνο νομικού προσώπου ορισμένου είδους. Κάμψη του κανόνα αυτού είναι η μετατροπή, δηλαδή η δικαιοπραξία με την οποία το «είδος» ή η «μορφή» νομικής προσωπικότητας ορισμένου νομικού προσώπου τροποποιείται, συνήθως από τα μέλη, χωρίς εκκαθάριση, ίδρυση ή μεταβίβαση περιουσίας αλλά σαν «συνέχιση» του ίδιου υποκειμένου δικαίου.
Πριν τη θέσπιση του Ν. 4072/2012 στη νομοθεσία του Εμπορικού Δικαίου περί εταιρειών δεν υπήρχε κατά τρόπο συστηματικό ρύθμιση περί της μετατροπής των εταιρειών. Γι’ αυτό έχει γίνει δεκτό από τη θεωρία και τη νομολογία ότι η μετατροπή επιτρέπεται γενικώς και εφαρμόζονται επ’ αυτής κοινοί κανόνες, ανεξαρτήτως αν υπάρχουν ή όχι ειδικές ρυθμίσεις. Μετατροπή λόγω ανάλογης εφαρμογής των υπαρχουσών διατάξεων, σε όλες τις περιπτώσεις, σημαίνει μεταβολή της νομικής μορφής της εταιρείας χωρίς εκκαθάριση και χωρίς ανάγκη μεταβιβάσεως των εταιρικών αντικειμένων και εταιρικών χρεών στην εταιρεία υπό τη νέα της μορφή.
Συνεπώς, είναι δυνατή μετατροπή (μετασχηματισμός) ομόρρυθμης εταιρείας σε ετερόρρυθμη, η μετατροπή δε αυτή από τον ένα τύπο στον άλλο, η οποία με τροποποίηση του καταστατικού και δημοσίευση του σχετικού εγγράφου κατά τα άρθρα 42-46 του ΕμπΝ, και των αναγκαίων λοιπών τροποποιήσεων (π.χ. αφαίρεση του ονόματος του ετερόρρυθμου από την επωνυμία κ.ά.), δεν επιφέρει λύση της παλαιάς και σύσταση νέας εταιρείας, αλλά συνεχίζεται η εταιρεία ως νομικό πρόσωπο με τις εντεύθεν νομικές συνέπειες, ήτοι η εταιρεία συνεχίζει τη νομική προσωπικότητα της ομόρρυθμης και συνεχίζει ως φορέας υποχρεώσεων και δικαιωμάτων της.
Ελένη Πολύζου